- εξάγωνο(ν)
- το шестиугольник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάγωνο — Πολύγωνο με έξι γωνίες και έξι πλευρές. Το κανονικό ε. έχει όλες τις γωνίες και όλες τις πλευρές του ίσες και η πλευρά του είναι ίση με την ακτίνα R του περιγεγραμμένου κύκλου. Η επίκεντρη γωνία, που αντιστοιχεί στο ένα έκτο της περιφέρειας είναι … Dictionary of Greek
εξάγωνο — το γεωμετρικό σχήμα με έξι γωνίες και έξι πλευρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
εξάγωνος — η, ο (AM ἑξάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνος < θ. γων. τής λ. γωνία (πρβλ.… … Dictionary of Greek
εξαγωνίζω — (Α) [εξάγωνον] σχηματίζω εξάγωνο … Dictionary of Greek
εξαγωνιαίος — α, ο (Α ἑξαγωνιαῑος, ον) εξάγωνος αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἑξαγωνιαῑον εξάγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνιαίος < γωνία] … Dictionary of Greek
εξαγωνικός — ή, ό (Α ἑξαγωνικός, ή, όν) [εξάγωνον] αυτός που έχει έξι γωνίες («εξαγωνικό κτήριο, εξαγωνική πλατεία») αρχ. αυτός που αναφέρεται στο εξάγωνο … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek